- μηλωτρίδιον
- μηλωτ-ρίδιον, τό, Dim. of sq., Aët.16.108.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηλωτρίδιον — μηλωτρίδιον, τὸ (Α) [μηλωτρίς] υποκορ. τού μηλωτρίς* … Dictionary of Greek
μηλωτριδίῳ — μηλωτρίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)